Το “Σύνδρομο του Καλού Παιδιού”

Το “Σύνδρομο του Καλού Παιδιού”

Πιστεύω πως όλοι έχουμε ακούσει για τουλάχιστον ένα "καλό παιδί" κάποια στιγμή στην ζωή μας. Εκτός βέβαια αν έχουμε την "ατυχία" να είμαστε εμείς οι ίδιοι αυτό το καλό παιδί!

Έχουμε μάθει για το πόσο ευλογημένα και παραδόξως ταυτόχρονα, πόσο αδικημένα είναι αυτά τα παιδιά. Συχνά ηχεί αυτόματα στο κεφάλι μας, μάλιστα θα έλεγα με δυσκολία διάκρισης εάν έρχεται αυτή η φωνή από μέσα μας ή από έξω, κάτι σαν "Καλό παιδί ο Κωστάκης αλλά άτυχο".  Οι οδηγίες των γονέων που θέλουν ένα «καλό παιδί» συνήθως είναι "να είσαι καλό παιδί... ευγενικό.. .να μην αντιμιλάς... να μην είσαι εγωιστής… δεν είναι καλό να θυμώνεις... να βοηθάς πάντα τους άλλους... η Κατερινούλα είδες πως βοηθάει την μαμά της; ... ο αδερφός σου είδες που δεν βαριέται ποτέ και κάνει αμέσως ότι του ζητήσω; … πρόσεξε τον μικρό σου αδερφό ... μην στεναχωρείς την μαμά και τον μπαμπά… " και άλλα πολλά.  Συγχρόνως, υπάρχει και αυτή η αέναη αντιπαλότητα του «καλού παιδιού» με το «κακό παιδί» που κάπως καταλήγει το πρώτο, παρά την σκληρή δουλειά, να έχει λιγότερες επιτυχίες αναλογικά ενώ το δεύτερο να τα «παίρνει» όλα με ελάχιστο κόπο.  Είναι άξιο απορίας λοιπόν πως σε ένα τόσο «καλό παιδί» τελικά δεν αναγνωρίζονται οι κόποι και οι αυτοθυσίες του.

Ωστόσο, η κοινωνία μας παροτρύνει να αναζητούμε το καλό και να είμαστε το καλό. Να είμαστε ανοιχτοί και ειλικρινείς με τους άλλους,  την οικογένεια, τους φίλους,  τον/την σύντροφο. Διακηρύττει πως η αγάπη και μάλιστα η άνευ όρων είναι ότι πιο ουσιαστικό στη ζωή. Έτσι γεννάται ένα εύλογο ερώτημα, γιατί δεν εκτιμάται το «καλό παιδί»; .

Σε αυτό το σημείο είναι σημαντικό να διακρίνουμε το καλό παιδί από το «Σύνδρομο του Καλού Παιδιού». Τα καλά παιδιά προσπαθούν να διατηρούν συνετά μια ευγενική στάση  απέναντι στον άλλο όμως με όρια που αποκαλύπτουν σχεδόν με χειρουργική ακρίβεια το πότε απαιτείται να μπει ένα τέλος σε αυτή την ευγένεια για να προστατευτεί ο εαυτός.  Αντίθετα, το άτομο στο Σύνδρομο το οποίο αναφερόμαστε εδώ, είναι ετεροκαθοριζόμενο. Αυτό σημαίνει πως καθορίζεται από τις ανάγκες των άλλων, γι αυτό υποτιμάει τις δικές του και δυσκολεύεται να πει όχι. Υποσυνείδητα, η αρχή του είναι πως όσο πιο πολύ προσφέρω τόσο θα με αγαπάνε, θα με αποδέχονται. Αυτό το «καλό παιδί» προσπαθεί σκληρά για να πάρει την αγάπη και την προσοχή των άλλων όπως πιθανόν συνέβαινε και με τους γονείς του. Αποφεύγει τις εντάσεις «καταπίνοντας» κοινώς, όλα αυτά στα οποία πρέπει να συμμορφωθεί για να μην απορριφθεί. Φτάνει στο ανώτατο σημείο ανοχής του οδηγώντας τον εαυτό του σε μία κατάσταση σαν αυτή της χύτρας που καθώς γεμίζει ατμό αν δεν υπάρξει κάποια οπή για να εκτονωθεί τελικά «σκάει».

Η αντίδραση που φτάνει στο εξωτερικό περιβάλλον είναι δυσανάλογα μεγάλη αναφορικά με το ερέθισμα που την επέφερε και συνήθως εκδηλώνεται με ανεξέλεγκτες συμπεριφορές στο ποτό, στο τσιγάρο, στις ουσίες, στο φαγητό, στην εκφορά και την ένταση του λόγου κτλ. Είναι ένδειξη της καταπίεσης στην οποία, πλέον ως ενήλικες, «τα καλά παιδιά» υποβάλλουν τον εαυτό του, και παράγοντας της ευαλωτότητάς τους απέναντι σε ψυχοσωματικά νοσήματα, σε εξαρτήσεις, σε συναισθηματικές υπερφαγίες, σε εκρήξεις οργής και απορρύθμιση του συναισθήματος. Και όλα αυτά στο τέλος της ημέρας, όταν για μία ακόμη φορά έφερε εις πέρας άριστα τα αμέτρητα  πρέπει, όλα αυτά που απαιτούνται από εκείνο για να είναι όλοι ευχαριστημένοι. Επιστρέφει στο σπίτι και θεωρεί πως δικαιούται να «το ρίξει έξω» ή να «πει και μια κουβέντα παραπάνω»….

Ορισμένα χαρακτηριστικά που θα μας βοηθήσουν να διακρίνουμε ίσως καλύτερα το ενήλικο άτομο που ταλαιπωρείται από το Σύνδρομο του Καλού Παιδιού, χωρίς να σημαίνει πως απαραίτητα τα συναντάμε όλα μαζί σε κάποιον, είναι:

  • Το άτομο αυτό ουσιαστικά μπορεί κανείς να το ξεχωρίσει για την ζεστασιά που εκπέμπει, είναι σχεδόν σαγηνευτικό.
  • Η υψηλή ευφυΐα του είναι αδιαμφισβήτητη και αυτό μπορεί να διαπιστωθεί ακόμα και με την πρώτη επαφή, τόσο γιατί χρησιμοποιεί την οξύνοιά του για να καταλάβει τον συνομιλητή και να του πει αυτά που θέλει να ακούσει  όσο και γιατί τέτοιου είδους ιδιαίτερα ανεπτυγμένες ικανότητες τον βοηθάνε να εξελιχθεί και σε άλλους τομείς της ζωής του όπως στα επαγγελματικά.
  • Όταν είναι ταραγμένο το «καλό παιδί» συχνά αντιδρά γελώντας.
  • Σπάνια θα ζητήσει κάτι για τον εαυτό του.
  • Θα είναι εκεί για να τονίσει τα λάθη του άλλου  με την πρόφαση πως το λέει για το καλό του άλλου.
  • Θα είναι εκεί για να δώσει οδηγίες για το τι πρέπει κάποιος να κάνει.
  • Όταν αναστατωθεί από κάποιον θα του πει με έμφαση «πραγματικά με πλήγωσες» χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις και θα αποσυρθεί.
  • Το άτομο αυτό δυσκολεύεται πολύ να πει όχι, σχεδόν του είναι αδύνατον να αρνηθεί όταν κάποιος του ζητάει κάτι ακόμα και αν αυτό σημαίνει πως θα βλάψει τον εαυτό του.
  • Δεν μπορεί να αποδεχθεί κομπλιμέντα ή ότι μπορεί να κάνει κάτι καλά.
  • Φοβάται πολύ πως θα την/τον χαρακτηρίσουν ως σκληρό, εγωιστή, αναίσθητο, άστοργο.
  • Είναι εκείνο το άτομο που προειδοποιεί τους άλλους για το πόση κακία υπάρχει έξω στον κόσμο.
  • Δεν μπορεί να εκφράσει ανοιχτά την κριτική του ή την γνώμη του, θα συμφωνήσει μπροστά σε κάποιον και πιθανόν θα τον κάνει να πιστεύει πως συμμαχούν μα από πίσω θα τον κατακρίνει.
  • Δυσκολεύεται να βάλει όρια τόσο σε καταστάσεις όσο και σε ανθρώπους, κάτι που  συνδέεται και με την δυσκολία οριοθέτησης του ίδιου του εαυτού.
  • Είναι ασυνεπής. Αν και έχει όλη την καλή θέληση και καλή πρόθεση όταν υπόσχεται κάτι, επειδή δεν μπορεί να αρνηθεί, τελικά καταλήγει να μην μπορεί να κρατήσει τις υποσχέσεις του ή αυτά που έχει συμφωνήσει να κάνει.
  • Είναι κακός ακροατής. Μπαίνει στις συζητήσεις και το βασικό μέλημά του δεν είναι να ακούσει αλλά να βρει μέσα από τη συζήτηση τι μπορεί να κάνει για να ικανοποιήσει  τον συνομιλητή του, για να κερδίσει την αποδοχή, είναι κατά κάποιον τρόπο εγωκεντρικός, γι αυτό και συχνά μετά δεν θυμάται τι ειπώθηκε.
  • Γοητεύεται και σχετίζεται σχεδόν αποκλειστικά με ανθρώπους και καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από δυσλειτουργικότητα  καθώς έχει ανάγκη να αισθάνεται πως βοηθάει τους ανθρώπους ή επιδιορθώνει τις καταστάσεις, κάτι που θα οδηγήσει στο να λάβει ανταποδοτικά αγάπη.
  • Είναι εκείνο το άτομο που πάντα μπορεί να βοηθήσει, τον φίλο, τον κουμπάρο, τον αδελφό, τους γονείς, σχεδόν σε ότι του ζητηθεί ή ακόμα και αν δεν του ζητηθεί πιθανόν να αυτοπροταθεί για να βοηθήσει.
  • Το «καλό παιδί» αν και έχει φανερά αυξημένη ευφυΐα συνήθως υποτιμά τον εαυτό του, ζητά λιγότερα από όσα αξίζει και είναι το χαρακτηριστικό άτομο που όταν το συναντά κάποιος αναρωτιέται γιατί δεν έχει αναρριχηθεί επαγγελματικά ακόμα ή γιατί έχει μείνει στην αφάνεια και ο λόγος είναι γιατί δυσκολεύεται ιδιαίτερα να αντέξει το ότι θα δυσαρεστήσει κάποιον.

Το «Καλό Παιδί» στις σχέσεις :

Ως φίλος το άτομο που έχει το «Σύνδρομο του καλού παιδιού» είναι πιθανόν ο καλύτερος που μπορεί να έχει ένας άνθρωπος. Είναι ο φίλος που πάντα θα έχει χρήματα να δανείσει, πάντα θα έχει χρόνο και όρεξη να βοηθήσει τόσο σε μία μετακόμιση όσο και σε συναισθηματική δυσκολία ακόμα και αν χρειαστεί να παραμελήσει την εργασία του, την προσωπική του ζωή ή και τις προσωπικές του ανάγκες. Ως γονέας και σύντροφος ωστόσο, συχνά αποτυγχάνει καθώς όταν θα χρειάζεται να είναι παρών και να στηρίζει τα παιδιά και την/τον σύντροφο θα απουσιάζει γιατί είναι εκείνος που θα σταθεί στο πρόβλημα του κουμπάρου του σαν να είναι δικό του, εκείνος που θα πάει να βοηθήσει τον θείο του στο χωριό για να μαζέψει τις ελιές, να τα πιει με τον φίλο γιατί χώρισε, να δανείσει τα τελευταία χρήματα της οικογένειας εν αγνοία του συντρόφου, να φύγει από το σπίτι του στις 2 τα ξημερώματα επειδή τον πήρε ο ξάδελφος/αδελφός/φίλος/γονέας που έπαθε λάστιχο, νιώθει μόνος κτλ. Είναι πάντα διαθέσιμος και γι αυτό όλοι απευθύνονται σε αυτόν. Όντας απασχολημένος με το να φροντίζει τις ανάγκες των άλλων, δεν αφήνει μόνο αφρόντιστες τις ανάγκες της οικογένειας του αλλά και τις δικές του, με συνέπεια να δημιουργεί ένα δικό του κενό που περιμένει από τον/την σύντροφο να του το καλύψει. Οι δυσλειτουργικές σχέσεις που τον γοητεύουν και επιλέγει συχνά συνοδεύονται και με σεξουαλικές δυσλειτουργίες αφού αυτό που τον απασχολεί κατά την πράξη είναι η ικανοποίηση του άλλου που ναι μεν προσφέρει ευχαρίστηση και στον ίδιο αλλά δεν αρκεί.  Έτσι, μη μπορώντας να κατανοήσει την δική του δυσλειτουργία το αποδίδει στην συγκεκριμένη σχέση και σύντροφο νομίζοντας πως θα διορθωθεί κάνοντας μια νέα επιλογή συντρόφου και παράλληλη σχέση που με μαθηματική ακρίβεια θα φτάσει στο ίδιο τέλμα.

Τρεις αιτιολογικοί παράγοντες για το «Σύνδρομο του Καλού Παιδιού» που αφορούν στον τρόπο ανατροφής κατά την παιδική ηλικία:

  • Το παιδί που έχει μεγαλώσει υπερπροστατευμένα και η μητέρα του προλαμβάνει κάθε ανάγκη του. Η μητέρα σε αυτή την περίπτωση παρεμποδίζει την ανάπτυξη του εσωτερικού σημείου αναφοράς και αξιολόγησης του παιδιού που βοηθάει να αναγνωρίζει το ίδιο τι χρειάζεται, με αποτέλεσμα να είναι αναγκασμένο να κάνει πάντα αυτό που του λένε χωρίς ικανότητα διάκρισης.
  • Το παιδί που έχει μεγαλώσει παραμελημένο επειδή η μητέρα του απουσίαζε, φυσικά ή ψυχικά, από την ανατροφή του, συνεχόμενα ή για συγκεκριμένη κρίσιμη περίοδο. Η μητέρα σε αυτή την περίπτωση μπορεί να αδυνατούσε να είναι παρούσα γιατί μπορεί να χώριζε, μπορεί να αρρώστησε, μπορεί να περνούσε κατάθλιψη, μπορεί να αρρώστησε η μητέρα της ή κάποιο άλλο παιδί της και έπρεπε να φύγει για να είναι δίπλα τους ή και το ίδιο το παιδί να είναι το τελευταίο από μία πολυμελή οικογένεια, η μητέρα δεν  προλάβαινε και εκείνο μεγάλωσε στον «αυτόματο» αναζητώντας πάντα έναν τρόπο να γίνει «ορατό», να επιβιώσει και να αγαπηθεί.
  • Το παιδί που έχει μεγαλώσει επιδιώκοντας την προσοχή των γονέων με το να αναλαμβάνει ενήλικες θέσεις και ευθύνες. Είναι εκείνο το παιδί που καθώς οι γονείς του είναι υπεραπασχολημένοι με τον εαυτό τους και με το να μαλώνουν μεταξύ τους, ξαφνικά παρατηρούν το παιδί να πλένει τα πιάτα και να κάνει δουλειές μεγαλύτερου αναπτυξιακού σταδίου, τότε επιβραβεύοντάς το με την προσοχή και την χαρά τους ενισχύουν την συμπεριφορά αυτή. Στη συνέχεια το ίδιο αυτό παιδί όταν μπει στην εφηβεία θα αρχίσει να παίρνει θέση στους τσακωμούς των γονέων, πότε με τον έναν και πότε με τον άλλον κάνοντας τον διαμεσολαβητή. Ανάλογα με την θέση που επιλέγει, ο αντίστοιχος γονέας συμμαχεί με το παιδί και του αναγνωρίζει πως αλληλοκαταλαβαίνονται δίνοντας του και μία αίσθηση εγγύτητας που τόσο λείπει από το παιδί.  Έτσι, το παιδί μαθαίνει να εισπράττει προσοχή από τους γονείς όταν γίνεται ο ισορροπιστής τους, ο συνδετικός τους κρίκος, ο δικηγόρος τους, ο ψυχολόγος τους, μαθαίνει να παίρνει αποδοχή μόνο με το να δίνει βοήθεια.

Ένα άτομο με το «Σύνδρομο του καλού παιδιού» έχει μάθει ως παιδί να καταπιέζει και να κρύβει την «σκοτεινή» πλευρά του εαυτού με τα αρνητικά συναισθήματα  που ο γονέας απορρίπτει ή δεν ενισχύει/ προσέχει και να εκφράζει μόνο συμπεριφορές που έρχονται από την αποδεκτή, θετική, ευχάριστη πλευρά του αφήνοντας την πεποίθηση πως η αποδοχή του εξαρτάται από τη συμπεριφορά του. Μάλιστα, μεγαλώνοντας μέσα σε μία τέτοια συνθήκη κάποια παιδιά μπορεί να δημιουργήσουν και έναν «ψευδή» εαυτό ο οποίος θα  ευχαριστεί τους άλλους, με κίνδυνο όμως να χάσουν την πραγματική τους ταυτότητα. Αυτή η ανάγκη για καθολική αποδοχή μπορεί να οδηγεί συχνά λοιπόν, αρχικά το παιδί και στη συνέχεια το ενήλικο άτομο, στο ψέμα ώστε να αποφύγει συγκρούσεις, να συγκαλύψει τα λάθη του και τις «μη αποδεκτές» ανάγκες/επιθυμίες/πιστεύω/απόψεις. Ωστόσο, περιμένουν από τους άλλους να μαντέψουν ή να διαβάσουν το μυαλό και τις επιθυμίες τους και όταν δεν συμβαίνει αυτό τους κατηγορούν.  Αισθάνονται πως δεν τους εκτιμάνε, θυμώνουν μαζί τους καθώς αναμένουν από εκείνους την ίδια συμπεριφορά και αντιμετώπιση με την δική τους «αφού εγώ δεν θα το έκανα εκείνοι γιατί το κάνουν; αφού εγώ τον βοήθησα εκείνος γιατί δεν με βοηθάει τώρα που το χρειάζομαι; αφού εγώ ανταποκρίθηκα στην ανάγκη του και μάλιστα το κατάλαβα πριν καν το πει, εκείνος γιατί δεν το εκτιμά;». Όλα αυτά σε μία δική του εσωτερική συζήτηση, εξωτερικά, αυτό στο οποίο θα προβεί, πιθανόν είναι να πετάξει κάποιο υπονοούμενο ή να συμπεριφερθεί έμμεσα τιμωρητικά, για παράδειγμα να το παίζει αδικημένος και θύμα με τέτοιο τρόπο ώστε να κάνει τους άλλους να νιώσουν ενοχή.

Αυτό που χαρακτηρίζει κυρίως τα «καλά παιδιά»  είναι η τάση τους να δίνουν. Αν το καλοσκεφτούμε το να προσφέρει κάποιος είναι κάτι καλό, στην πραγματικότητα όμως τα άτομα αυτά προσδοκάνε πολλά από την συμπεριφορά τους αυτή, περιμένουν  μια ανταμοιβή, την αναγνώριση, την αποδοχή, την αγάπη… Αναμένουν πολλά από τους άλλους αλλά αδυνατούν να τα ζητήσουν ευθέως, γιατί φαντάζονται πως θα απορριφθούν και δεν θα το αντέξουν . Συνεπώς δίνουν παραπάνω από όσα μπορούν, παραπάνω από όσα τους ζητούνται και μετά περιμένουν την ανταπόδοση, μόνο που αυτή μπορεί να μην έρθει ποτέ και εκείνοι να νιώσουν αδικημένοι, εκμεταλλευμένοι,  προδομένοι, πικραμένοι και απογοητευμένοι. Η αδυναμία τους να εκφράσουν και να πραγματώσουν τις επιθυμίες τους μόνοι τους, τους κάνει να αισθάνονται εγκλωβισμένοι και αβοήθητοι. Επειδή ακριβώς πιστεύουν πως η ικανοποίηση και η πραγμάτωση της επιθυμίας έρχεται από τους άλλους, οδηγούνται στη συνεχή προσπάθεια χειραγώγησης και ελέγχου των καταστάσεων και των άλλων. Συχνά ακούμε να λένε τα «καλά παιδιά» πως δεν θυμώνουν, αν όμως γίνει αυτό τότε θα είναι «ταύρος εν υαλοπωλείο», μπορεί δηλαδή να τα διαλύσει όλα, κατ΄αυτή την αντιστοιχία το «καλό παιδί» αυτό ενδέχεται να γίνει ένας πικρόχολος άνθρωπος μετά από πολλά χρόνια προσπάθειας κατάκτησης της καθολικής αποδοχής. Εξετάστε λοιπόν προσεκτικά πως το «Σύνδρομο του καλού παιδιού» επηρεάζει τις σχέσεις σας, πως επανέρχεται αυτό το παιδικό σας τραύμα στην ενήλικη ζωή σας και πως τώρα αντί να σας τιμωρούν οι γονείς με την στέρηση της φροντίδας τους, αυτοτιμωρείστε με την εσωτερική σας απομόνωση που εξελίσσεται με τα χρόνια σε όλο και μεγαλύτερη.